Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006

ένας επισκέπτης ποιητής - χελιδονόψαρο



Μια φορά, ήρθε ένας επισκέπτης, κάθησε στο πιο καλό κάθισμα, εκείνο με το μαξιλάρι το πουπουλένιο, δήλωσε ποιητής και άρχισε να απαγγέλει κάποιες λέξεις με στόμφο -κελαϊδούσε σαν χελιδονόψαρο. Μόλις τελείωσε την απαγγελία, σηκώθηκε και υποκλίθηκε περιμένοντας χειροκρότημα. Από το κάθισμα ακούστηκε ένα τρίξιμο, σημάδι δυσαρέσκειας, οπότε ο δεδηλωμένος ποιητής άρχισε να μαδά τα πούπουλα του μαξιλαριού. Τότε, το κάθισμα θεώρησε απαραίτητο να υπερασπιστεί το πουπουλένιο μαξιλάρι, που έχανε τη γέμισή του βιαίως, πήρε φόρα, έπεσε και με τα τέσσερα πόδια του σηκωμένα στο στέρνο του δεδηλωμένου ποιητή και τού 'κοψε την ανάσα. Εκείνος αποχώρησε βιαστικά και, μέσα στη βιασύνη του, ξέχασε βελόνα και κλωστή -τα σύνεργα της καλλιέπειάς του. Με αυτά κεντούσε τα ποιήματά του, όσο και να φαίνεται παράξενο: ήταν ένας ποιητής μπαλωματής, αλλά αυτό το έκρυβε κι από τον εαυτό του τον ίδιο. Οταν απομακρύνθηκε αρκετά ο επισκέπτης, το μαξιλάρι μάζεψε τα πούπουλά του και απλώθηκε πάνω στο καλό κάθισμα να αναρρώσει. Τελικά, αυτό ήταν το ποίημα.