Παρακολουθώ το έργο του Ιάπωνα ζωγράφου Χοκουσάι. Από το 1797 μέχρι τα 90 του χρόνια, το 1849. Προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τις ζωγραφιές του, μέσα από τη δική μου οπτική. Τίποτα περισσότερο.
Στις γκέισες του 1817 και του 1826 ξεδιπλώνει τη δεξιοτεχνία του με άνεση, υποταγμένος στην εμπορικότητα της εποχής, που αναζητά την τέρψη του βλέμματος. Οι ζωγραφιές αυτές -ιδίως η δεύτερη- μου δίνουν την εντύπωση ενός κορεσμένου καλλιτέχνη, ο οποίος έχει αρχίσει να βαριέται. Τι περισσότερο μπορεί να αναπτύξει σε αυτό το θέμα; Την γκέισα του 1817 ζωγράφισε στα 58 του χρόνια, ενώ τη γκέισα του 1826 στα 67 του. Η πρώτη μου δίνει την εντύπωση ότι ο ζωγράφος έχει βρει τον τρόπο να αποτυπώνει την εσωτερικότητα της γυναίκας, ενώ η δεύτερη ότι έχει πάψει πλέον το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο και μένει στο περίτεχνο εξωτερικό περίβλημα: αποτυπώνει με λεπτομέρεια τα φορέματα.
Το "κύμα" το ζωγράφισε το 1830, όταν έχει περάσει στην έβδομη δεκαετία της ζωής του. Είναι ήδη 71 ετών. Ο πίνακας αυτός μου δίνει την εντύπωση ότι ο ζωγράφος έχει διαπιστώσει το νόημα τας ζωής, την ουσία της, και μπαίνει στον πειρασμό να την αποτυπώσει. Ανάμεσα στα τεράστια κύματα, στο πρώτο πλάνο, διακρίνεται μια βάρκα με έναν άνθρωπο μέσα. Υποθέτω ότι είναι ο ίδιος ο Χοκουσάι που παλεύει με αυτά, ενώ ο τελικός προορισμός -το ηφαίστειο στο βάθος- βρίσκεται ακόμη μακριά, όπως μακρύτερα από αυτόν και πλησιέστερα στο ηφαίστειο βρίσκεται ένα άλλο πλεούμενο τοποθετημένο σε θέση ισορροπίας σχετικά με το πρώτο.
Εδώ, σε αυτή την ζωγραφιά που αποπνέει αγωνία, ούτε ηφαίστειο ούτε τίποτε άλλο εκτός από κύματα. Θάλασσα φουρτουνιασμένη η ψυχή του ζωγράφου το 1833, στα 74 χρόνια του. Ο ίδιος μοναχικός βαρκάρης έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο, ενώ στο πρώτο βρίσκονται νέοι ταξιδιώτες. Τα χρώματα έντονα, μυρίζουν αγωνία. Το φως μοιάζει να δείχνει ηλιοβασίλεμα.
Ενα ήρεμο πικ νικ πλάι στον ορμητικό καταρράχτη. Ο ζωγράφος έχει αρχίσει ήδη να αφαιρεί περιττά στοιχεία από τις απεικονίσεις του, χωρίς αυτό να αποδυναμώνει το έργο του. Είναι 75 χρονών και ακροβατεί διασκεδάζοντας ήσυχα δίπλα στο ορμητικό νερό.
Στην ίδια ηλικία, το 1834 επίσης, ζωγράφισε την κρεμαστή γέφυρα από σχοινί. Με περισσότερη αφαίρεση, το έργο αυτό περνάει το θεατή -κατά τη γνώμη μου- στην επόμενη φάση. Ο ζωγράφος αρχίζει να στρέφεται προς τα μέσα, προς την ψυχή του. Εδώ, το ακροβατικό στοιχείο είναι παρόν, αλλά το νερό έχει ηρεμήσει. Είναι παγωμένο. Το ποτάμι δεν είναι απειλητικό. Χιόνι έχει σκεπάσει τον πάγο. Μου δίνει την εντύπωση ότι, ακόμα και αν γλιστρήσουν οι ακροβάτες που διαβαίνουν τη σχοινένια γέφυρα, θα πέσουν στα μαλακά. Τα σύννεφα κάνουν την παρουσία τους πάνω αλλά και κάτω από τη γέφυρα, σημάδι του πόσο ψηλά βρίσκεται, πόσο μακριά από το συνηθισμένο ανθρώπινο περιβάλλον. Το ότι στην απέναντι πλευρά, εκεί όπου οδηγεί τα βήματά τους η γέφυρα, το τοπίο είναι χιονισμένο, δείχνει ότι πλησιάζουν στο ηφαίστειο. Σε αυτό το έργο, τα πρόσωπα που απεικονίζονται είναι δύο. Δεν γνωρίζω κάτι για τη ζωή του Χοκουσάι, έχω την εντύπωση όμως ότι στο πέρασμα της γέφυρας αναζητά συντροφιά.
Είναι 1842 και ο ζωγράφος έφτασε στα 83 του. Μόνος. Πολλή μοναξιά σε αυτό το σκίτσο. Θα ήθελα να ξέρω γιαπωνέζικα για να διαβάσω τι γράφει!
Την ίδια χρονιά, το 1842, είναι ζωγραφισμένη η αυτοπροσωπογραφία του. Ενα σαρκαστικό πορτραίτο, που αποδίδει -έτσι το νοιώθω- την ανάγκη του να περιγελάσει το Χάρο. Ο ζωγράφος, μου δίνει την εντύπωση με αυτό το έργο του, προσπαθεί να σαρκάσει την απόγνωση. Για να διασκεδάσει το φόβο που τον κατακλύζει, χρωματίζει έντονα το πρόσωπό του. Ενα πρόσωπο μαραμένο, αλλα τόσο ζωντανό! Τα σχέδια στο ρούχο -κατά τη γνώμη μου- δείχνουν την χαρά της ζωής που δύσκολα απαρνιέται. Αλλωστε, εξακολουθεί να γελά.
Αυτά τα δυο τελευταία έργα του Χοκουσάι, τα σχολιάζω μαζί. Ζωγραφίστηκαν το 1849, όταν συμπλήρωσε τα 90 του χρόνια. Διακρίνω τη χάρη της τίγρης και τη γλύκα της μαϊμουδίτσας να ξεχειλίζουν από το πλαίσιο του πίνακα, όπου έχουν τοποθετηθεί καθένα από αυτά τα ζώα. Ο ζωγράφος πέρασε στην αφαίρεση όσο του ήταν δυνατό. Οσο αφαιρεί από την εξωτερική καθαρότητα των σχημάτων, τόσο προσθέτει το δικό του συναίσθημα στα έργα του. Με τη δύναμή του αυτή, έχω την εντύπωση -νοιώθω, καλύτερα- ότι ο ζωγράφος μεταβιβάζει το συναίσθημά του στον θεατή, επικοινωνεί δυναμικά μεν αλλά και με διακριτικότητα με όσους κοινωνούν το έργο του. Τα δυο ζώα είναι χαλαρά, η τίγρη ορμάει με χορευτική δυνότητα ανάμεσα στα χιόνια, με τόση χάρη που ξεφεύγει από τον αρπαχτικό της χαρακτήρα, ενώ η μικρή μαϊμού χαίρεται με ανεμελιά για τους καρπούς που βρήκε και χοροπηδά σκεπάζοντας τα μάτια. Το χρώμα κάνει την επανεμφάνισή του και, αν και τα περιγράμματα είναι θολά και απουσιάζει το φόντο, η κίνηση αποτυπώνεται εντυπωσιακά αποδίδοντας μια μεταφυσική εσωτερικότητα, τόσο ώστε ο θεατής να ανακαλύπτει το έργο από διαφορετικές "αναγνώσεις". Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Χοκουσάι σε αυτά τα τελευταία έργα του πέτυχε αυτό που ο Πικάσσο ονειρευόταν μια ζωή: Ξαναβρήκε το παιδί μέσα του.
6 σχόλια:
Υπέροχη η ξενάγησή σου μανούλα!
πανέμορφο post και κείμενο
[το Κύμα το είχα δει αρκετές φορές χωρίς να ξέρω ποιου είναι ή πότε φτιάχτηκε. Μου έκανε πάντα εντύπωση το πόσο φρέσκο και μοντέρνο είναι αλλά και πόσο μοιάζει με σκηνή από κόμικ ή και ποπ αρτ]
:)
υπέροχο...είχα δει και εγώ μερικά, επιτέλους μαθαίνω και το όνομα και κάτι παραπάνω
ψύχρα φθινοπώρου
κανένας οδοιπόρος
τολμά το μονοπάτι
Basho
Υπέροχο...
Being thirsty,
I filled a cup with water,
And, behold! Fuji-yama lay upon the water
like a dropped leaf!
Δημοσίευση σχολίου