Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006

Μια ανατολίτικη ιστορία σαν παραμύθι



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα φτωχό κοριτσάκι, που δεν είχε τίποτα στον κόσμο. Οι κακοί είχαν σφάξει τη μαμά της, το μπαμπά της και όλους τους συγγενείς και δεν είχε σπίτι να μείνει. Τα παλιά τα χρόνια, όταν ο προπροπροπροπάπος της μικρούλας έβοσκε πρόβατα, είχε κάπου ένα καλυβάκι σε ένα μακρινό τόπο, τον τόπο των τσιγγάνων, αλλά τώρα εκεί πέρα κατοικούσαν τσιγγάνοι και το καλυβάκι ούτε που φαινόταν πουθενά. Βρέθηκαν λοιπόν κάτι καλοί άνθρωποι που θέλησαν να βοηθήσουν το καημενούλικο το κοριτσάκι.

Κάνανε ένα μεγάλο συμβούλιο για να δούνε πού να το πάνε και πώς να το βοηθήσουν. Κανένας από αυτούς τους καλούς ανθρώπους όμως δεν το ήθελε να μπερδεύεται ένα μικρό φτωχό παιδάκι στα πόδια του και στις δουλειές του, κι έτσι συμφωνήσανε όλοι μαζί να πάνε να βρούνε το παλιό καλυβάκι του προπροπροπροπάπου του μικρού κοριτσιού. Πήγανε στη μακρινή χώρα των τσιγγάνων και ψάχνανε ψάχνανε αλλά καλυβάκι δεν βρίσκανε. Είπανε λοιπόν στον αρχηγό των τσιγγάνων να φιλοξενήσει εκεί πέρα το κοριτσάκι και να του δώσει λίγο τόπο να χτίσει ένα σπιτάκι κι έτσι κι έγινε.

Γράψανε και κάτι χαρτιά, ότι θα ζούνε αρμονικά με το κοριτσάκι, δεν θα το μαλώνουνε ούτε θα το πειράζουνε, να μεγαλώσει και να δυναμώσει το καημενάκι. Του χτίσανε κι ένα καινούργιο καλυβάκι και φύγανε ήσυχοι πως έπραξαν το καθήκον τους απέναντι σε ένα ανήμπορο παιδάκι. Οι τσιγγάνοι δεν είχανε σύνορα στον τόπο τους και ούτε που σκεφτήκανε να αλλάξουν τις συνήθειές τους, το κοριτσάκι όμως, έτσι ταλαιπωρημένο που ήταν από τη ζωή και τα βάσανά της, σκεφτόταν εντελώς διαφορετικά. Αρχισε να γράφει γράμματα σε όλο τον κόσμο αναζητώντας συγγενείς, μακρινούς και κοντινούς, να έρθουνε να του κάνουν παρέα και να το βοηθήσουν να φυτέψει τη γη γύρω από το καλυβάκι, να ανοίξουνε μαγαζάκια και να κάνουν εμπόριο με ξένους τόπους, ήτανε πολύ ικανό και ευφάνταστο παιδάκι.

Πριν φανεί το μικρό φτωχό κοριτσάκι στα μέρη τους, οι τσιγγάνοι ζούσανε πολύ χαρούμενα, με τα τραγούδια τους και με τους χορούς τους. Δεν δίνανε πολλή σημασία στο χρήμα, ούτε στα πολλά πλούτη. Η γη τους έδινε όλα όσα χρειαζόντουσαν, ψωμί και νερό, είχανε και καμπόσα ζώα και πορευόντουσαν καλά και ήρεμα. Σαν πλακώσανε όμως οι συγγενείς του μικρού κοριτσιού και αρχίσανε να γεννάνε και να μεγαλώνει η οικογένειά του, τα πράγματα στενέψανε κομμάτι. Το κοριτσάκι χρειαζότανε κι άλλο τόπο. Ακόμα, σιχαινόταν αυτούς τους απολίτιστους γύφτους που μένανε γύρω του κι όλο τραγουδούσαν και χορεύανε. Προτιμούσε τους καλοπλυμένους και μοσχομυριστούς συγγενείς του, που ήτανε και μορφωμένοι -τρομάρα τους.

Οι συγγενείς πάλι, όλο βάζανε λόγια και φουσκώναν τα μυαλά του κοριτσιού που σιγά σιγά μεγάλωνε και γινόταν μια όμορφη γυναίκα. "Πρόσεχε" της λέγανε, "μη σε στριμώξει κανας τσιγγαναράς καμια νύχτα και σου πάρει ό,τι πολυτιμότερο έχεις". "Μα έχω χαρτιά" έλεγ' η κοπέλα, "γράφουν πως δεν θα με πειράξει κανείς", οι συγγενείς όμως τίποτα δεν ακούγανε κι όλο βάζανε φιτίλια. Με το πες πες, η κοπέλα άρχισε να διώχνει τους τσιγγάνους γείτονές της από τα σπίτια τους με διάφορα προσχήματα. Πότε της έφταιγε τό 'να και πότε τ' άλλο, τους έβαζε τρικλοποδιές στο δρόμο απ' όπου περνούσαν αμέριμνοι και πέφταν και τσακιζόντουσαν, έστελνε φίδια τα βράδια στα σπίτια τους, φοβέριζε τα παιδιά τους, εμπόδιζε ν' ανοίγουν τα μαγαζάκια τους, τους έκανε τη ζωή δύσκολη με λίγα λόγια.

Οι τσιγγάνοι βλαστημάγανε την ώρα και τη στιγμή που δεχτήκανε να υπογράψουν τα χαρτιά των καλών κυρίων του συμβουλίου και ψάχνανε τρόπο να περιορίσουν την αχάριστη μικρά. Ζητήσανε σε πρώτη φάση από τους κυρίους να εμποδίσουν τους συγγενείς να έρχονται, ο τόπος δεν τους χωρούσε, αλλά οι καλοί κύριοι κάναν πως δεν ακούγανε. Ετσι περνούσε ο καιρός μέχρι την ώρα που η κοπελιά έβγαλε ένα φετφά πως απαγορεύεται να εμπορεύονται οι τσιγγάνοι στον τόπο της και έβαλε και όρια σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τα συμφωνημένα όρια του καλυβιού που της είχε παραχωρηθεί. Ταυτόχρονα, κατασκόπευε με τέχνη τους τσιγγάνους και μάθαινε όλα τους τα σχέδια.

Εμαθε έτσι ότι οι τσιγγάνοι ψάχνανε βοήθεια από κάτι γειτονικές χώρες για να περιορίσουν τη δράση της πονηρής κοπέλας και να τη βάλουν στα συμφωνημένα όριά της. Βρήκανε μια γειτονική χώρα όπου κατοικούσαν τσιγγάνοι από συγγενική φυλή και κάναν συμφωνία να τους βοηθήσει σε ώρα ανάγκης. Οι γείτονες, τσιγγάνοι κι αυτοί, το μυαλό τους το είχανε περισσότερο στα γλέντια παρά στους τσαμπουκάδες, αλλά είχανε όπλα σύγχρονα και πολλά και μπορούσαν να τρομάξουνε την κοπέλα, αν χρειαζότανε.

Η πονήρω όμως που κατασκόπευε, με τη βοήθεια των καλών κυρίων που φοβόντουσαν μη φύγει από εκεί γιατί δεν τη θέλανε κοντά τους, έμαθε τα σχέδια προσέγγισης των τσιγγάνικων φυλών και αποφάσισε, να δράση ακαριαία. Ξεχάσαμε να πούμε ότι οι καλοί κύριοι είχαν εξοπλίσει τη μικρή σαν αστακό με τα πιο τρομερά και φοβερά όπλα, πολύ ανώτερα των τσιγγάνων. Παρ' όλ' αυτά, η δράση έγινε κι ένα πρωΐ πήγε και βομβάρδισε και κατάστρεψε όλα τα όπλα του γείτονα και του πήρε κι ένα μεγάλο κομμάτι γης και απλώθηκε όσο δεν φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά όνειρά της πως θα το κατάφερνε τόσο καλά. Οι τσιγγάνοι βλέπετε, δεν είναι λαός μαθημένος να αγαπάει τον πόλεμο. Πολεμάει μονάχα όταν απειλείται η ζωή του από πολύ κοντά. Ετσι, η κοπέλα ηρέμησε για λίγο καιρό.

Οι τσιγγάνοι στέλνανε συνέχεια τον αρχηγό τους στους καλούς κυρίους να ζητάει το δίκιο τους κι εκείνος όλο πήγαινε αεροπορικά ταξίδια σε όλο τον κόσμο και εξηγούσε τα ανεξήγητα, πιστεύοντας ότι το δίκιο του λαού του είναι ολοφάνερο και πως θα το βρει γρήγορα μάλιστα. Ο καιρός όμως κυλούσε και το δίκιο απομακρυνόταν. Ετσι είναι, άμα δε βρείς το δίκιο σου ατάκα κιεπιτόπου, άντε μετά να το ψάχνεις. Ητανε βέβαια και το ζήτημα των όπλων στη μέση και οι τσιγγάνοι δεν είχανε κανένα να τους δίνει φοβερά και τρομερά όπλα, μόνο κάτι λιανοντούφεκα και ψωρομπομπίτσες, ενώ η κοπέλα μας είχε πάρει άδεια από τους καλούς κυρίους να κατασκευάζει κιόλας όπλα σε ένα αχούρι πλάι στο καλυβάκι της και να κάνει και εμπόριο. Αμέ! Το ότι όλα αυτά τα κάνανε οι καλοί κύριοι για να την ξεφορτωθούνε να μη τους πρήζει τα σκώτια, ούτε που πέρναγε από το νιονιό της.

Ηρθε κάποια στιγμή και στον τόπο μιας άλλης γειτονικής φυλής τσιγγάνων βρέθηκε πετρέλαιο -που να μη βρισκότανε! Αυτό το πολύτιμο αγαθό άνοιξε την όρεξη των καλών κυρίων, που σκεφτήκανε μια κομπίνα. Ετσι είναι οι καλοί κύριοι: όλο στις μπίζνες έχουνε το νου τους, επειδή μάλλον δεν τα καταφέρνουν να φέρνουν βόλτα τις γυναίκες τους. Εχετε δει φαντάζομαι πόσο ξερογκαγκανιασμένες είναι οι κυρίες των καλών κυρίων, περασμένες δέκα λούστρα και πάλι η ξινίλα δε φεύγει από τη μούρη τους. Τι να κάνουνε οι άνθρωποι; το ρίχνουν στις μπίζνες. Η κομπίνα λοιπόν ήτανε να βάλουνε μπροστά τη μικρή να καθαρίσει για τη πάρτη τους. Ελα όμως που οι τσιγγάνοι δεν είναι πολεμόχαροι; Επρεπε να βρούνε τρόπο να τους αγριέψουν. Πώς κυνηγάς στην αυλή ένα κανονικό γουρουνάκι για ν' αγριέψει και μετά να το σερβίρεις σαν αγριογούρουνο; Κάπως έτσι.

Συμβουλεύανε λοιπόν την κοπέλα, που τώρα πια είχε γίνει ένας φοβερός γυναίκαρος, όλο και να στριμώχνει τους τσιγγάνους, όλο και να παίρνει κομμάτια από τη γη τους, όλο και να σακατεύει τα παιδιά τους, όλο και να τους στερεί τροφή και νερό και χρήματα φυσικά. Παράλληλα, χαϊδεύανε τον αρχηγό των τσιγγάνων, του χαρίζανε πούρα και παλτά, τον τραπεζώνανε, στάχτη στα μάτια που λένε για να περνάει ο καιρός. Ο καιρός γιατρεύει τις πληγές λένε, αλλά τις ανοιγμένες πληγές, αυτές που συντηρούνται ανοιχτές, τις κακοφορμίζει, και σιγά σιγά μολύνεται ο οργανισμός και πεθαίνει. Κάτι τέτοιο θέλανε οι καλοί κύριοι. Να κρατιέται ανοιχτή η πληγή, να μένει άλυτο το δίκαιο ζήτημα των τσιγγάνων, ώστε να επέμβουν αυτοί την κατάλληλη στιγμή και να δώσουνε τη λύση που θέλουν. Βέβαια, δίνανε κάτι ψίχουλα που και που, αλλά με σκοπό και σχέδιο, όπως δώσανε πίσω τα εδάφη που είχε πάρει η γυναικάρα από τους γείτονες για να κλείσουν μια πιθανή οδό βοήθειας από εκεί.

Ηρθε μια μέρα που οι καλοί κύριοι δεν αντέχανε άλλο. Θέλανε τα πετρέλαια του γείτονα εδώ και τώρα που λένε. Σφυρίξανε στη γυναικάρα ότι άμα βοηθήσει θα της δώσουνε νερό να ποτίζει τα χωράφια της, σάμπως ήτανε δικό τους το νερό; από το γείτονα τσιγγάνο θα την αφήνανε να το πάρει. Εκείνη πρόλαβε να προετοιμαστεί καλά, έχτισε ένα ψηλό τοίχο να μη μπορούν να μπούνε μέσα, και περίμενε στην τσίτα. Ξεχάσαμε να πούμε ότι ο αρχηγός των τσιγγάνων πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος νεότερος που είχε βαρεθεί τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ με τους καλούς κυρίους και ένιωθε σεβασμό προς τους ομοεθνείς του και ήθελε το δίκιο της φυλής του να λάμψει, βρε αδερφέ, επιτέλους! Τελοσπάντων, η κατάσταση όσο πήγαινε και αγρίευε.

Η γυναικάρα είχε μπει για τα καλά στο νόημα, είχε και τα φοβερά και τρομερά όπλα της και κανένας δε μπορούσε να βγάλει κιχ. Το νόημα ήτανε το αγρίεμα, έκανε λοιπόν τ' αδύνατα δυνατά να εξαγριώνει όλο και περισσότερο τους τσιγγάνους. Πώς τα κατάφερνε; Ε, άμα στερείς από έναν άνθρωπο ακόμα και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, δεν είναι καθόλου δύσκολο να τον κάνεις βαπόρι. Οι τσιγγάνοι από την άλλη, είχανε καταλάβει πολύ καλά τι παίζεται και, μέσα στην απελπισία τους, όρμαγαν στα ίσια και γινόντουσαν ζωντανές μπόμπες οι ίδιοι μη έχοντας άλλο τρόπο να δώσουν στον κόσμο να καταλάβει το πρόβλημά τους, και ούτε στον ήλιο μοίρα που λένε. Πώς καιγόντουσαν ζωντανοί οι βιετναμέζοι μοναχοί για να ξυπνήσει ο κόσμος; Κάπως έτσι. Τουλάχιστον να μη χάνανε κι αυτά που είχανε. Τέρμα απελπισία λέμε. Η γυναικάρα άρχισε να ρίχνει μπόμπες στο ψαχνό, ενώ οι καλοί κύριοι ψάχνανε να βρούνε δικαιολογίες: "ήτανε μικρό και φτωχό κοριτσάκι κι έχει απωθημένα" και άλλα τέτοια.

Ο κόσμος, δυστυχώς, αργεί πάντα να ξυπνήσει, συνήθως όταν συμβαίνουν τέτοια άδικα πράγματα μπροστά στα μάτια του κάνει πως δεν τα βλέπει ή τα κλείνει σφιχτά και γυρίζει απ' το άλλο πλευρό να συνεχίσει τον ύπνο του. Ξυπνάει μονάχα όταν το κακό φτάνει έξω από τη δική του πόρτα. Κάπως έτσι μάλλον θα σκεφτήκανε οι τσιγγάνοι κι αμολήσανε τους δικούς τους "ζωντανές μπόμπες" στα πέρατα της γης μπας και ταράξουνε τους κοιμίσιδες, αλλά μπα. Ξυπνάει εύκολα ένας χορτάτος κοιλαράς; Ετσι έχουνε σήμερα τα πράγματα, η γυναικάρα περιμένει το νερό που της τάξανε οι καλοί κύριοι, οι τσιγγάνοι απειλούν θεούς και δαίμονες ζητώντας το δίκιο τους αλλά πού να τό 'βρουν, ο κόσμος έχει μαζευτεί φοβισμένος τρέμοντας μπροστά στην ψεύτικη απειλή, και το παραμύθι δύσκολα θα τελειώσει αναίμακτα.

Και, μια και πρόκειται για τρομαχτικό παραμύθι, το αίμα κύλισε ποτάμι. Δεν τη γλίτωσε κανείς, ούτε η γυναικάρα ουτε οι τσιγγάνοι και να δούμε και πόσοι άλλοι θα μπερδευτούνε ακόμα. Ολόκληρες πολιτείες και χωριά ισοπεδώθηκαν, χιλιάδες ανθρώπινες ζωές χαθήκαν στο τζάμπα, χιλιάδες παιδάκια ανάπηρα, ορφανά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, επειδή η γυναικάρα όταν ήτανε μικρή ήτανε φτωχή και ορφανεμένη και τώρα έχει απωθημένα. Τόσο απλά.

Και οι καλοί κύριοι κάθονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και ξεδιπλώνουνε σχέδια, πού θα βάλουνε τα καινούργια σύνορα των τσιγγάνων, πώς στο καλό θα καταφέρουνε να εξυπηρετήσουν τη γυναικάρα που άμα δεν πάρει το νερό που θέλει θα τους καθίσει στο σβέρκο, πώς θα βρούνε μια πειστική φόρμουλα να επιτεθούνε στον καρατσίγγανο με τα πολλά πετρέλαια, σε κείνον που κρατάει ψυχραιμία και δεν έχει αγριέψει ακόμα.

Εντωμεταξύ, το δυστύχημα είναι ότι υπάρχουνε πάρα πολλοί που νομίζουνε ότι οι καλοί κύριοι έχουνε καλές προθέσεις, αλλά δεν ήρθανε σε μένα να τους μιλήσω, να τους ενημερώσω για το τι ακριβώς σημαίνει "καλός κύριος". Από την άλλη πάλι, οι τσιγγάνοι είναι τόσο πολύ αγριεμένοι που δεν κρατιούνται με τίποτα, και δυσκολεύομαι και'γώ ακόμα να πω ότι είναι καλοί άνθρωποι, και έχουνε δίκιο, και μην τους πειράζετε, μοναχά δώστε τους το δίκιο τους. Αυτά και τρίβω τα μάτια μου γιατί ξύπνησα νωρίτερα από όσο ήτανε προγραμματισμένο.


4 σχόλια:

Unknown είπε...

Θύμισέ μου, η απληστία είναι ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, έτσι δεν είναι;

Rodia είπε...

Τι κι αν είναι; Σήμερα ανταμοίβεται πάντως.

Ecumene είπε...

Δεν πιστευω να ειναι συμβολικο...
to παραμυθι....



για Τσιγγανους λεει...ε;

:)

kokorman είπε...

Στο τέλος, τέλος και για να υπάρχει και κάποιο happy end (γιατί παραμύθι χωρίς χάπι δεν γίνεται), η μικρούλα ανακάλυψε ότι ούτε ορφανή είναι ούτε οι κακοί σκότωσαν τους γονείς της, αλλά αντ' αυτού αυτοί είχαν προλάβει να φύγουν και να πάνε στη μεγάλη αυτή χώρα της αφθονίας στη Δύση, να αλλάξουν το επιθετό τους και να ζητούν μετά από 60 χρόνια συντάξεις από τους κακούς για ψυχική οδύνη βεβαίως, βεβαίως!

Μετά τιμής

+ΚΟΚΟΡΜΑΝ+